- σακαράκα
- η, Ν1. παλιό και άχρηστο σπαθί2. (με σκωπτική σημ.) κάθε παλιό και αχρηστευμένο αντικείμενο και ιδίως αυτοκίνητο ή μηχάνημα («στο ράλυ αντίκα παρέλασαν όλες οι σακαράκες»).[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιταλ. carcassa «σκελετός ζώου, στήριγμα οποιουδήποτε έργου», με αντιμετάθεση τών συλλαβών].
Dictionary of Greek. 2013.